ὀχυρώσει

ὀχυρώσει
ὀχύρωσις
fortification
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ὀχυρώσεϊ , ὀχύρωσις
fortification
fem dat sg (epic)
ὀχύρωσις
fortification
fem dat sg (attic ionic)
ὀχυρόω
fortify
aor subj act 3rd sg (epic)
ὀχυρόω
fortify
fut ind mid 2nd sg
ὀχυρόω
fortify
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • оградити — ОГРА|ДИТИ (26), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1.Огородить, загородить кругом: възгради цр҃ькъвь… и оградивъ и постави келиѣ многы. ЖФП XII, 37б; тогда же иноплеменьници погании. остѹпиша рѧзань. i острогомь оградиша и. ЛН ок. 1330, 122 (1238); ѡградивъ бо ѥго… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άγραυλος — Προσωνυμία θεάς και όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Προσωνυμία της θεάς Αθηνάς, που την έλεγαν Αγλαυρίδα Αγραυλίδα Παρθένο, Αθηνά Άγραυλο (Αθηνά των αγρών). 2. Κόρη του Ακταίου, πρώτου θρυλικού βασιλιά της Αττικής και σύζυγος του Κέκροπα. Μητέρα… …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • πετρά — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Γάβαλα — Αρχαία παραλιακή κωμόπολη της Συρίας με ωραίο λιμάνι, που μαζί με την Αντιόχεια, τη Σελεύκεια και την Απάμεια αποτελούσαν την ημιαυτόνομη περιοχή της Σελευκίδας. Το 638 τα Γ. κυριεύτηκαν από τον Άραβα χαλίφη Μωάβια, που έσπευσε να τα οχυρώσει με… …   Dictionary of Greek

  • Γαβριήλ — I Βιβλικό πρόσωπο. Ένας από τους αγγέλους που αναφέρονται στην Αγία Γραφή. Το όνομά του σημαίνει ο άνθρωπος του Θεού. Η παρουσία του Γ. στο έργο που επιτελεί ο Θεός για τον άνθρωπο θεωρείται από τις σπουδαιότερες αγγελοφανίες. Αυτό απηχεί και η… …   Dictionary of Greek

  • Καρλάιλ — I (Carlisle). Πόλη (72.700 κάτ. το 2003) της Αγγλίας, διοικητικό κέντρο της κομητείας Κάμπρια (6.824 τ. χλμ., 491.000 κάτ. το 2001). Βρίσκεται κοντά στον ποταμό Ίντεν, σε πολύ εύφορη περιοχή, ενώ επίσης διαθέτει και πλούσια κοιτάσματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”